ὁμόφλοιος
Look at other dictionaries:
ομόφλοιος — ὁμόφλοιος, ον (Α) βλ. ομοιόφλοιος … Dictionary of Greek
ομοιόφλοιος — ὁμοιόφλοιος και, δ. γρφ., ὁμόφλοιος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φλοιός] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek