ὁμόφλοιος

ὁμόφλοιος
ὁμό-φλοιος,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομόφλοιος — ὁμόφλοιος, ον (Α) βλ. ομοιόφλοιος …   Dictionary of Greek

  • ομοιόφλοιος — ὁμοιόφλοιος και, δ. γρφ., ὁμόφλοιος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φλοιός] …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”